εξοχότητα

εξοχότητα
η
1. το να υπερέχει ή να διακρίνεται κάποιος σε κάτι, ανωτερότητα, υπεροχή.
2. με κτητ. αντων., ως τιμητικός τίτλος επίσημων προσώπων: Η εξοχότητά του ο πρόεδρος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εξοχότητα — και εξοχότης, η (Μ ἐξοχότης) 1. η ιδιότητα τού έξοχου, η ανωτερότητα, η υπεροχή 2. (ως τιμητικός τίτλος) «παρακαλώ την Εξοχότητά σου», «η Αυτού Εξοχότης». [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση ξεν. όρου (πρβλ. λατ. excellentia «υπεροχή»)] …   Dictionary of Greek

  • εξοχή — Ονομασία έντεκα οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 760 μ., 46 κάτ.) στην πρώην επαρχία Άργους του νομού Αργολίδος. Βρίσκεται Ν της λίμνης Στυμφαλίας, στις δυτικές πλαγιές του όρους Φαρμακάς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Επιδαύρου. Το 1826… …   Dictionary of Greek

  • θαυμασιότητα — η (Α θαυμασιότης) [θαυμάσιος] η ιδιότητα τού θαυμάσιου, το αξιοθαύμαστο, θαυμάσια φύση ή ιδιότητα αρχ. 1. αξιοθαύμαστος χαρακτήρας, αξιοθαύμαστη ιδιότητα 2. επιγρ. φρ. «ἡ σὴ θαυμασιότης» η εξοχότητά σου …   Dictionary of Greek

  • κορυφαιοτάτης — κορυφαιοτάτης, ητος, ἡ (Μ) [κορυφαιότατος] (ως τιμητικός τίτλος) εξοχότητα, μεγαλειότητα …   Dictionary of Greek

  • λαμπρότητα — η (AM λαμπρότης, ητος) [λαμπρός] 1. η ιδιότητα τού λαμπρού, λάμψη, φωτεινότητα, αίγλη (α. «η λαμπρότητα τού χρυσού» β. «η λαμπρότητα τού ήλιου» γ. «δῆλος γὰρ ἧν τῶν τε ὅπλων τῇ λαμπρότητι», Αρρ.) 2. μτφ. εξοχότητα, υπεροχή, μεγαλείο νεοελλ. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • μεγαλειότητα — και μεγαλειότης, η (ΑM μεγαλειότης, ητος) [μεγαλείος] 1. μεγαλοπρέπεια, εξοχότητα, λαμπρότητα, μεγαλείο («ἐξεπλήσσοντο δὲ πάντες ἐπὶ τῇ μεγαλειότητι τοῡ Θεοῡ», ΚΔ) 2. προσηγορία αυτοκρατόρων και βασιλέων («η Αυτού Μεγαλειότης ο Αυτοκράτωρ») …   Dictionary of Greek

  • μεγαλεπιφάνεια — μεγαλεπιφάνεια, ἡ (Μ) [μεγαλεπιφανής] λαμπρότητα, εξοχότητα …   Dictionary of Greek

  • περιβλεπτότης — τητος, ἡ, ΜΑ [περίβλεπτος] 1. η ιδιότητα τού περίβλεπτου, το να είναι κανείς ή κάτι περιφανής/ές 2. (στο Βυζάντιο) (ως τιμητικός τίτλος) εξοχότητα …   Dictionary of Greek

  • σεμνοπρέπεια — η, ΝΜΑ [σεμνοπρεπής] σεμνοπρεπής συμπεριφορά, σοβαρή και σεμνή εμφάνιση και διαγωγή, ευπρέπεια αρχ. φρ. «ἡ σὴ σεμνοπρέπεια» (ως προσφώνηση) η εξοχότητά σου …   Dictionary of Greek

  • υπερφύεια — ἡ, ΜΑ [ὑπερφυής] μσν. (ως τιμητική προσφώνηση) εξοχότητα αρχ. (για τις πυραμίδες) το θαυμαστό, το μεγαλειώδες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”